Τα τελευταία μέτρα της πλέον αμφίρροπης, αλλά και συνάμα πιο κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης των τελευταίων 20 ετών, κατά τον διεθνή Τύπο, διανύει η Τουρκία, καθώς τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων προδιαγράφουν μια κούρσα με χαρακτηριστικά πολιτικού θρίλερ και παγκόσμιες προεκτάσεις. Για πρώτη φορά μετά το 2003, οπότε εξελέγη πρωθυπουργός, ο σημερινός πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αισθάνεται βαριά την ανάσα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον οποίο οι αναλυτές φέρνουν με οριακή διαφορά πρώτο στις κάλπες της 14ης Μαΐου, οπότε θα διεξαχθούν οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για την εκλογή του νέου προέδρου και των 600 μελών της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Τουρκία.
Με τη διαφορά των δύο μονομάχων να κυμαίνεται στα όρια του στατιστικού λάθους -στο 3,4% στην τελευταία μέτρηση της εταιρείας ORC Research, με τον Κιλιτσντάρογλου να λαμβάνει 48% έναντι 44,6% του Ερντογάν-, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) προπορεύεται σταθερά στις 12 από τις 15 δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν τον περασμένο μήνα, εντείνοντας τους κλυδωνισμούς της παντοκρατορίας Ερντογάν.
Πολύ περισσότερο όταν οι πιθανότητες δεν φαίνεται να είναι με το μέρος του σημερινού Τούρκου προέδρου, αν κανείς εκ των δύο διεκδικητών του προεδρικού θώκου δεν καταφέρει να συγκεντρώσει περισσότερο από το 50% των ψήφων που απαιτείται, για να επικρατήσει από τον πρώτο γύρο, οδηγώντας την προεδρική εκλογή στον δεύτερο και αποφασιστικό γύρο στις 28 Μαΐου, ενδεχόμενο που αναμένεται να εκτοξεύσει την πόλωση στη γειτονική χώρα, αλλά και να οδηγήσει στο τέλος της διεθνούς εικόνας του Ερντογάν ως του διαχρονικά ανίκητου.
Σε αυτή την προοπτική, η αλλαγή σκυτάλης στην Αγκυρα θα σηματοδοτήσει την πρώτη νίκη της Δημοκρατίας απέναντι στους σύγχρονους αναθεωρητές ηγέτες, όπως επεσήμανε το πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Economist», προκαλώντας την οργή του «Σουλτάνου» και της αυλής του, που κραδαίνουν το άλλοθι της παρέμβασης του ξένου παράγοντα μπροστά στην περίπτωση εκλογικής συντριβής τους.
Ο επιφαινόμενος πολιτικός σεισμός, απότοκο της σοβαρής πιθανότητας ο Ερντογάν να ηττηθεί μετά από 20 χρόνια στην εξουσία, πυροδοτεί ποικίλα σενάρια, αλλά και βαθύ προβληματισμό στα κέντρα λήψης αποφάσεων, καθώς Ουάσινγκτον, Βρυξέλλες, Μόσχα και Πεκίνο παρακολουθούν πολύ στενά τα εκλογικά τεκταινόμενα στη χώρα.
Το ζωτικό ενδιαφέρον της Δύσης, αλλά και των υπόλοιπων υπερδυνάμεων, αποτυπώνεται όχι μόνο στο τελευταίο εξώφυλλο του περιοδικού «Economist», το οποίο περιγράφει τις τουρκικές εκλογές ως «τις πιο σημαντικές εκλογές του 2023», αλλά και στις περισσότερες αναλύσεις παγκόσμιων ειδησεογραφικών δικτύων, όπως το Bloomberg, καθώς, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, οι πολύπλευρες συνέπειες που θα παράγουν οι επιλογές των 60,7 εκατομμυρίων Τούρκων ψηφοφόρων στις κάλπες εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν άμεσα -αν όχι καθοριστικά- το διεθνές σύστημα, τις ευρωατλαντικές σχέσεις, την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τη διαχείριση του Προσφυγικού-Μεταναστευτικού, αλλά και τις λεπτές ισορροπίες στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Αυταρχισμός και χειραγώγηση
Στη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η Αγκυρα ρέπει ολοένα περισσότερο προς τον αυταρχισμό, όπως παρατηρούν οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί, χωρίς, ωστόσο, ο υπερσυγκεντρωτισμός εξουσιών, πόρων και εργαλείων χειραγώγησης στα χέρια του Ερντογάν να εγγυάται την άνετη επικράτησή του. Με δεδομένο ότι ο ηγέτης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπυξης (ΑΚΡ) πρωταγωνιστεί αδιάλειπτα στην πολιτική σκηνή της χώρας επί 20 χρόνια αναπαράγοντας την εξουσία του ενίοτε μέσα από ιδεολογήματα και μαξιμαλιστικές αφηγήσεις, οι οποίες συνθέτουν το αφήγημα του νεο-οθωμανισμού, δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ο απόλυτος πολιτικός survivor, καίτοι η αδιαμφισβήτητη ισχύς του τα προηγούμενα χρόνια περνά μέσα από τις μυλόπετρες της καθημερινότητας, αβίωτης για εκατομμύρια Τούρκους πολίτες.
Εστω όμως και με πριονισμένα τα φτερά του από το ράλι του πληθωρισμού, που σκαρφάλωσε στο 85,51% τον περασμένο Οκτώβριο και άγγιξε το 43,68% τον περασμένο μήνα, αλλά και εξαιτίας της εκτίναξης του κόστους ζωής (π.χ. το κρεμμύδι αγγίζει το 1,41 ευρώ ή τις 30 λίρες), ο Τούρκος πρόεδρος δεν αποκλείεται να εξασφαλίσει μια τρίτη θητεία, για την οποία, άλλωστε, τροποποίησε τα συνταγματικώς προβλεπόμενα της χώρας.
Με έντονη την παραφιλολογία περί νοθείας και με το κακό προηγούμενο των δημοτικών εκλογών το 2019, οπότε οι σχετικοί ψίθυροι κατέστησαν σχεδόν εκκωφαντικοί μετά τα αποτελέσματα (για τα οποία το πρακτορείο Anadolu κατηγορήθηκε για παραποίηση στοιχείων), αρκετοί αναλυτές δεν παραβλέπουν τη μοναδική επιδεξιότητα του Ερντογάν να διατηρείται κάθε φορά στην εξουσία, πιστώνοντάς του ένα μοναδικό ταλέντο, αυτό του να εξουδετερώνει εν κινήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του, ακόμη κι αν αυτοί έστεκαν για χρόνια στο πλάι του, όπως οι Αχμέτ Νταβούτογλου και Φετουλάχ Γκιουλέν.
«Η ολοένα πιο εμφανής επιστροφή του σε ένα κλειστό και αποκλειστικό πολιτικό Ισλάμ, οι εκκεντρικές στροφές του, η καταστολή διανοουμένων, προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, των μέσων ενημέρωσης και όλων εκείνων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να τον επισκιάσουν τα τελευταία χρόνια δεν έχουν ζημιώσει τη μεγάλη δημοτικότητά του», επισημαίνει με νόημα η «Le Temps», περιγράφοντας πως ο Τούρκος πρόεδρος είναι ακόμη ζωντανός στο πολιτικό παιχνίδι.
Λαϊκή οργή
Για πρώτη φορά, ωστόσο, η συσσώρευση λαϊκής οργής και άκρατου θυμού φέρνουν τον «Σουλτάνο» πιο κοντά από ποτέ στην ιδέα της αναγκαστικής «αποστρατείας», καθώς η παραπαίουσα τουρκική οικονομία, η κατακρήμνιση της τουρκικής λίρας, η ελεύθερη πτώση της αγοραστικής δύναμης των μέσων πολιτικών, αλλά και η δαιμονοποίηση 4 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων που διαβιούν στη γείτονα δονούν συθέμελα το μέχρι πρότινος παγιωμένο καθεστώς του.
Το όποιο υπαρξιακό άγχος διατρέχει τον Τούρκο πρόεδρο δεν πηγάζει, ωστόσο, αναγκαστικά και μόνο από την οικονομική κρίση, η οποία σοβεί στη χώρα επισπεύδοντας την επιστροφή του ΔΝΤ, ή από την αιφνίδια φθορά που υπέστη από τους δίδυμους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, αλλά πρωτίστως από την παράσταση νίκης που καταγράφεται υπέρ του Κιλιτσντάρογλου. Ο 74χρονος συνταξιούχος ανώτερος υπάλληλος, προερχόμενος από τις υπηρεσίες της Κοινωνικής Ασφάλισης της Τουρκίας, φάνταζε ως αμελητέα ποσότητα όλα τα τελευταία χρόνια στα μάτια του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος επιτιμητικά του είχε προσδώσει το προσωνύμιο «Μπέη Κεμάλ», αποδίδοντάς του μια ελιτίστικη θεώρηση της πολιτικής, αλλά και της καθημερινότητας.
Ο Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από το 2010, αποκήρυξε το εθνικιστικό υπόβαθρο του κόμματός του που ιδρύθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ, προσαρμόζοντας τη ρητορική και την προεκλογική του εκστρατεία σε χαμηλούς τόνους και επικεντρώνοντας τη διάχυση των πολιτικών μηνυμάτων του μέσα από την παραγωγή βίντεο με φόντο την κουζίνα του σπιτιού του!
Γνωστός ως μετρ της μετριοπάθειας και των συναινέσεων, ο Κιλιτσντάρογλου έγινε ευρύτερα γνωστός από τον πολιτικό του αγώνα κατά της διαφθοράς, ηγούμενος το 2017 μιας πορείας από την Αγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, μιας τουρκικής εκδοχή της πορείας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, με παρόμοιο επίδικο, δηλαδή τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών και του Κράτους Δικαίου, τα οποία απουσιάζουν κραυγαλέα από τη χώρα.
Παρότι στο παρελθόν έχει αντιμετωπίσει τον Τούρκο πρόεδρο χωρίς αξιοσημείωτες επιδόσεις, το γεγονός ότι κατάφερε αυτή τη φορά να συνασπίσει έξι τουρκικά κόμματα (CHP, IYI Party, Future Party, DEVA Party, Felicity Party και το Δημοκρατικό Κόμμα) υπό την ομπρέλα της Λαϊκής Συμμαχίας πρόσθεσε πόντους στην οικοδόμηση του αντίπαλου δέους του Ερντογάν, έχοντας ανοίξει βηματισμό νίκης σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Δημοσκοπήσεις
Σε περίπτωση επικράτησης του Κιλιτσντάρογλου, σύμφωνα με το περιοδικό «Foreign Policy», «η Τουρκία μπορεί για άλλη μία φορά να είναι δημοκρατική, ευημερούσα, έτοιμη να επιδιώξει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και καλύτερα ευθυγραμμισμένη με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ». «Χωρίς αμφιβολία, θα είναι ένας αναστεναγμός ανακούφισης για εκατομμύρια Τούρκους εάν ο Ερντογάν νικηθεί και παραιτηθεί από το αξίωμά του», επισημαίνεται, μολονότι «είναι απίθανο η Τουρκία να επιστρέψει σε ένα παρελθόν που δεν υπήρξε ποτέ», με δεδομένες τις βαθιές ρίζες του καθεστώτος Ερντογάν.
Σε απόλυτους αριθμούς, πάντως, πρόκειται για μια σφιχτή κούρσα με τις πιθανότητες ήττας για τον Ερντογάν να «είναι 50-50», κατά το Politico, το οποίο χαρακτηρίζει τις δημοσκοπήσεις στην Τουρκία «θολή υπόθεση» για την εξαγωγή των όποιων προεκλογικών συμπερασμάτων. Πάντως, παρά τη μεγιστοποίηση της φθοράς του καθεστώτος Ερντογάν σε σχέση με κάθε προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που προτρέπουν τους πολιτικούς του αντιπάλους να μην ξεγράψουν τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος διατηρεί έναν μηχανισμό ελέγχου που διατρέχει κάθετα την τουρκική κοινωνική διαστρωμάτωση, παράλληλα με τα ισχυρότατα ερείσματα που έχει αναπτύξει στις Ενοπλες Δυνάμεις, στη Δικαιοσύνη και την κρατική γραφειοκρατία.
Αν και τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει μεταμορφωθεί σε ένα νεο-οθωμανικό κακέκτυπο, τίποτε δεν εγγυάται ότι ο Ερντογάν θα αποδεχθεί νηφάλια την ήττα του, εφόσον αυτή τελικά επέλθει, ούτε ότι η μεταβίβαση της εξουσίας θα είναι ομαλή. «Αν χάσει, ο Ερντογάν θα φύγει από την εξουσία;» διερωτάται με νόημα η «Le Monde», προειδοποιώντας: «Ξέρουμε πως θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του αυτή τη φορά για να μη χάσει την εξουσία. Δεν θα πάει ήσυχα».
Ηδη η αποστροφή του στενού συνεργάτη και δελφίνου του Ερντογάν, υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, με την οποία κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν πως επιχειρεί «πολιτικό πραξικόπημα» στις κάλπες της 14ης Μαΐου εντείνει τους φόβους για την εσωτερική κατάσταση την επομένη των εκλογών, ιδίως στο ενδεχόμενο να υπάρξει αναντιστοιχία μεταξύ Προεδρίας και Βουλής, δηλαδή να έχει επικρατήσει, για παράδειγμα, ο Κιλιτσντάρογλου, έχοντας όμως τα χέρια του δεμένα μπροστά σε μια νέα ερντογανική Βουλή.
Ενεργό, επίσης, παραμένει και το σενάριο επικράτησης του Τούρκου προέδρου, αλλά με την αντιπολίτευση να ελέγχει τη Βουλή, σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit.
Δείγματα γραφής για τις ΗΠΑ
Πάντως, η «τουφεκιά» του Νο2 της κυβέρνησης του ΑΚΡ προς τον ένοικο του Λευκού Οίκου δεν θεωρείται καθόλου τυχαία, καθώς η αναπαραγωγή της αντιδυτικής προπαγάνδας στην εκλογική βάση του Ερντογάν, αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από σκληροπυρηνικούς σουνίτες μουσουλμάνους από χαμηλά μορφωτικά και οικονομικά στρώματα, συνιστά ένδειξη της απόπειρας του κυβερνώντος κόμματος να συσπειρώσει τις δυνάμεις του, ιδίως στα εκλογικά του προπύργια, δηλαδή στα βόρεια, στην ενδοχώρα και στα νοτιοδυτικά, όπου ο φονικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου ανέτρεψε άρδην τα εκλογικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, δέκα από τις επαρχίες που επλήγησαν αποτελούσαν διαχρονικά κάστρα του ΑΚΡ, οι σεισμόπληκτοι υπολογίζονται σε περισσότερα από 10 εκατομμύρια, εκ των οποίων 1 εκατομμύριο αδυνατεί να προσέλθει στις κάλπες λόγω εκτοπισμού, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ανώτατου Εκλογικού Συμβουλίου (YSK) Αχμέτ Γενέρ. Ενδεικτικό της εκλογικής απώλειας για τον Τούρκο πρόεδρο είναι το γεγονός ότι σε πόλεις που καταστράφηκαν ολοσχερώς, όπως η Γκαζιαντέπ, τα ποσοστά του ΑΚΡ ξεπερνούσαν το 50%. Μάλιστα, στις δημοτικές εκλογές του 2019 το κόμμα του Ερντογάν συγκέντρωσε στην ίδια πόλη ποσοστό 53,99%.
Σημαντικό έρεισμα φαίνεται να διατηρεί ακόμη ο ίδιος και μεταξύ των Τούρκων της Διασποράς, καθώς 3,4 εκατομμύρια έχουν ήδη ψηφίσει μέχρι τις 27 Απριλίου, ανάμεσά τους και αρκετοί φανατικοί, Ευρωπαίοι στην πλειοψηφία τους, οπαδοί του «Σουλτάνου». Στον αντίποδα, υπό τον απόλυτο έλεγχο της αντιπολίτευσης τελούν τα παράλια, όπως επιβεβαίωσε το «κόκκινο ποτάμι» που σχηματίστηκε από οπαδούς του Κιλιτσντάρογλου κατά την ομιλία του στη Σμύρνη, καθώς τόσο η πολιτική παράδοση της πόλης όσο και ο ίδιος εξακολουθούν να αποπνέουν έναν κοσμοπολίτικο και πιο φιλελεύθερο αέρα.
Η φιλελεύθερη αυτή πλευρά του επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για τη μερική αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας σε ενδεχόμενη νίκη του, καθώς οι προσωπικοί του αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα, αλλά και ο ήπιος χαρακτήρας του διευκολύνουν την αναθέρμανση των διαύλων επικοινωνίας. Αλλωστε, το CHP διατηρεί διαχρονικά επαφές με στελέχη του Κογκρέσου των ΗΠΑ, αλλά και με αξιωματούχους σε καίριες θέσεις της αμερικανικής διπλωματίας, όπως και με αναγνωρισμένους αναλυτές σε ισχυρές δεξαμενές σκέψης, διατηρώντας το προνόμιο του λόμπινγκ σε Ουάσινγκτον και Νέα Υόρκη, ακόμη και σε σχέση με τις ελληνικές υποθέσεις.
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στις ΗΠΑ απέναντι στην ενδεχόμενη επικράτηση Κιλιτσντάρογλου είναι η έκθεση που συνέταξε η Υπηρεσία Ερευνών του Κογκρέσου στις 31 Μαρτίου, στην οποία αναφέρεται σχετικά με το ενδεχόμενο η αλλαγή σκυτάλης στην Τουρκία να σηματοδοτήσει ευρύτερες αλλαγές: «Ενας διαφορετικός πρόεδρος είναι πιο πιθανό να αλλάξει ορισμένες συνεχιζόμενες πολιτικές που μπορεί να αντανακλούν περισσότερο τις προτιμήσεις του Ερντογάν ή του AKP παρά της ευρείας εθνικής συναίνεσης».