Η επιστροφή του Ντέιβιντ Κάμερον στο πολιτικό προσκήνιο του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν μία αίσθηση έκπληξης. Η επιλογή ενός πρώην πρωθυπουργού να ενταχθεί στην κυβέρνηση είναι σπάνια, ιδίως όταν προέρχεται από άλλο κόμμα. Η παρουσία του Κάμερον, ιδίως μετά το δημοψήφισμα του Brexit και μετά από μια ιστορική ήττα, αντιπροσώπευε ένα σημαντικό γεγονός. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι δεν ήταν ενεργό μέλος της κοινοβουλευτικής δράσης για επτά χρόνια, αποφάσισε να επιστρέψει στην πολιτική, αναλαμβάνοντας υπουργικό πόστο.
Ο Κάμερον, μολονότι έχει εκφράσει κριτική προς τον Σούνακ και άλλους συναδέλφους του, στη συνέχεια εξέφρασε υποστήριξη προς τον νυν πρωθυπουργό με δηλώσεις που αναγνωρίζουν τη δύσκολη εργασία του. Η πολιτική, σημείωσε, είναι ένα ομαδικό έργο και παρά τις διαφωνίες του, αποφάσισε να στηρίξει τον Σούνακ για την ηγεσία του. Ταυτόχρονα, η επιστροφή του Κάμερον αντιμετωπίζεται ως μια προσπάθεια του Σούνακ να προσελκύσει κεντρούς ψηφοφόρους, προσπαθώντας να απομακρύνει την κυβέρνηση από την ακροδεξιά ρητορική.
Ταυτόχρονα, ο Κάμερον φέρει διεθνή εμπειρία και επαφές, που λίγοι Βρετανοί πολιτικοί διαθέτουν. Η εμπειρία του αυτή μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη σε ζητήματα εκτός των πολέμων, όπως οι διμερείς σχέσεις του ΗΒ με την Κίνα. Ο Κάμερον διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με το Πεκίνο κατά την θητεία του, κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Η επιστροφή του Κάμερον, ωστόσο, θυμίζει την απόφασή του να προκαλέσει το δημοψήφισμα του Brexit, το οποίο αποτέλεσε ένα από τα κύρια αίτια της παραίτησής του από την πολιτική σκηνή.